παρακοιτώ

παρακοιτώ
-έω, Α [παράκοιτος]
1. κοιμάμαι ή αγρυπνώ κοντά σε κάποιον προκειμένου να τόν φρουρώ, είμαι παρακοιμώμενος
2. (για πράγματα) βρίσκομαι στον κοιτώνα κάποιου, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”